- αλληλομήνυση
- η [αλληλομηνύομαι]αμοιβαία υποβολή μηνύσεως τού ενός εναντίον τού άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλομηνύομαι — μηνύομαι από κάποιον και ταυτόχρονα υποβάλλω μήνυση εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + μηνύω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλομήνυση] … Dictionary of Greek